- εξαγωγή
- Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία και θα επαναεισαχθούν, και οριστική, όταν δεν πρόκειται να επιστραφούν. Γίνεται επίσης διάκριση των εξαγώγιμων υλικών αγαθών από την ε. υπηρεσιών (συμβόλαια μεταφορών και ασφαλειών, τουρισμός, επανατοποθετήσεις των μεταναστών κλπ.)· και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει το κοινό γνώρισμα –σε σύγκριση με τη γνήσια ε. εμπορευμάτων– της εισροής χρήματος από το εξωτερικό. Επειδή ακριβώς προκαλούν την εισροή χρήματος (εξωτερικό συνάλλαγμα, συχνότατα αναγκαίο για τις εισαγωγές), το κράτος σπανιότατα υποβάλλει τις ε. σε περιορισμούς και απαγορεύσεις (εκτός αν υπάρχει έλλειψη εμπορευμάτων ή αναγκαίων πρώτων υλών, ιδιαίτερα σε καιρό πολέμου). Αντίθετα, ενθαρρύνονται και ενισχύονται συχνά με διάφορα κίνητρα (δασμολογικές, πιστωτικές, ασφαλιστικές διευκολύνσεις κλπ.). Επιπλέον, η ε. ορισμένων προϊόντων μπορεί να έχει ειδικούς περιορισμούς και για πολιτικές αιτίες.
* * *η (AM ἐξαγωγή) [εξάγω]1. μεταφορά, μετακίνηση προς τα έξω («εξαγωγή τού ξίφους από τον κολεό»)2. μεταφορά εμπορευμάτων από μια χώρα σε άλλη («εξαγωγή σιταριού»)νεοελλ.1. το σύνολο τών εξαγόμενων προϊόντων μιας χώρας, το εξαγωγικό εμπόριο2. (λογ.) ο σχηματισμός συμπεράσματοςαρχ.1. έκθεση, αποκάλυψη2. ζωή, ύπαρξη3. αποστολή στρατού, εκστρατεία4. μετοίκηση από μια χώρα σε άλλη5. απαλλαγή από κάτι («πρὸς τὴν τῶν παρόντων κακῶν ἐξαγωγὴν», Πολ.)6. κένωση τών περιττωμάτων («μὴ περιμένουσαι τὰς κατὰ φύσιν ἐξαγωγάς», Αριστοτ.)7. αυτοκτονία8. (νομ.) εκδίωξη από αμφισβητούμενη περιοχή.
Dictionary of Greek. 2013.